πομπᾶς

πομπᾶς
πομπεύς
one who attends
masc acc pl
πομπή
conduct
fem gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πομπάς — πομπά̱ς , πομπή conduct fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωρώ — δωρῶ ( έω) (AM) (συνήθως δωρούμαι) δίνω, προσφέρω δώρο, χαρίζω («γνοὺς ἀπὸ τοῡ κεντυρίωνος ἐδωρήσατο τὸ σῶμα τῷ Ἰωσήφ») αρχ. 1. παραχωρώ, επιτρέπω 2. (παθ. για πράγμ.) προσφέρομαι ως δώρο («μισθὸν ἀφθόνως δωρηθησόμενον») 3. (παθ. για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

  • συρτός — Ελληνικός χορός, αρχαίας προέλευσης που υπάρχει και σε διάφορες τοπικές παραλλαγές, ενώ τα βήματά του βρίσκονται στους περισσότερους ελληνικούς χορούς, έτσι ώστε μπορεί να θεωρηθεί ως βάση τους. Το ύφος, η μελωδία και τα βήματα ακόμα των διάφορων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”